φωτίσῃ

φωτίσῃ
φωτίσηι , φώτισις
illumination
fem dat sg (epic)
φωτίζω
shine
aor subj mid 2nd sg
φωτίζω
shine
aor subj act 3rd sg
φωτίζω
shine
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φώτιση — η / φώτισις, ωτίσεως, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός, φωτισμός νεοελλ. 1. (κυρίως) η επιφώτιση με τη θεία χάρη, η παροχή πνευματικού φωτός από τον Θεό («ο Θεός να σού δίνει φώτιση») 2. μτφ. έξυπνη ιδέα («μού ρθε μια φώτιση καθώς σέ κοίταζα») …   Dictionary of Greek

  • φώτιση — η 1. ο φωτισμός του πνεύματος, η επίγνωση του ορθού: Ο Θεός να σου δίνει φώτιση. 2. φωτεινή ιδέα: Στο πιο κρίσιμο σημείο μού ήρθε μια φώτιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • νιρβάνα — Όρος που προέρχεται από τη σανσκριτική γλώσσα, σημαίνει εκμηδένιση και υιοθετήθηκε από τον βουδισμό και τον τζαϊνισμό για να χαρακτηρίσει την εκμηδένιση, δια της άσκησης, της ανάγκης, που οφείλεται στο κάρμα, γέννησης και θανάτου στον ακαθόριστο… …   Dictionary of Greek

  • Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …   Dictionary of Greek

  • έμπνευση — η (AM ἔμπνευσις) 1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι 2. θεία φώτιση, θεοπνευστία νεοελλ. 1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή τής βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τόν ρωτήσω») 2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη… …   Dictionary of Greek

  • διαφώτιση — η (AM διαφώτισις) διευκρίνηση, διασάφηση νεοελλ. διαφωτισμός μσν. φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν τού νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος) …   Dictionary of Greek

  • εναύγασμα — το (Α ἐναύγασμα) διάχυση φωτός, φώτιση, λάμψη, καταύγασμα, σελαγισμός («ἐναύγασμα θεῑον», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιφοίτηση — η (AM ἐπιφοίτησις) [επιφοιτώ] κάθοδος από ψηλά, από τον ουρανό, θεία έμπνευση, φώτιση (α. «επίφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος» β. «ἐπιφοιτήσει τοῡ Θεοῡ», Ιώσ.) αρχ. μσν. μετάβαση σ’ έναν τόπο («ἐπί διασκοπῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπιφοιτήσεως», Θεοφύλ. Σ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”